Είναι παράξενο τι θυμάται κανείς.
Μικρό παιδί ήμουν. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο χωριό. Στις ”ρίζες” της δικής μου οικογένειας. Εκεί, στα ορεινά της Ηπείρου. Για ένα παιδί το χωριό είναι παράδεισος. Παντελής άγνοια κινδύνου. Ελάχιστοι κανόνες. Τους παππούδες να σε ”γλιτώνουν” από τις απαγορεύσεις των γονιών. Καθημερινότητα διαφορετική από το να ζεις στους τοίχους της πόλης. Άλλες συνήθειες.Να τρέχεις στο βουνό. Να τρίψεις τη ρίγανη με τη γιαγιά. Να ταΐσεις τις κότες και τα πρόβατα. Να παίξεις με το γαϊδουράκι. Να μαζέψεις, ντομάτες, μελιτζάνες και αγγουράκια από τον κήπο.
Και όταν κουραζόμουν έπεφτα στην αγκαλιά του παππού μου και του ζητούσα να μου πει ιστορίες… Ιστορίες για τα δέντρα που φύτευε στο χωράφι. Ιστορίες για το πως έγινε ιερέας σε δύσκολες εποχές. Ιστορίες από τα παλιά. “Τότε που ήσουν νέος παππού, όχι παραμύθια”, του έλεγα επίμονα.
Εκείνος, έβγαζε το σουγιά από την τσέπη του και μου καθάριζε φρούτα. Χαμογελαστός πάντα. Κάποιες φορές δεν είχε διάθεση. Με κοιτούσε τάχα θυμωμένα: “Τι σε έπιασε γιέ μου; τα χρόνια μας ήταν δύσκολα όχι σαν τώρα…” και άλλες φορές έβαζε γι αυτόν λίγο κρασί – από το αμπέλι που ο ίδιος είχε φυτέψει – και καθόμασταν στην αυλή μου έλεγε για εκείνα τα χρόνια τα ”παλιά”, τα ”δύσκολα”… Μου έλεγε για θρύλους και τα θεριά που ζούσανε στην περιοχή. Ιστορίες που τις έλεγαν οι παλιοί. Άλλοι άνθρωποι. Άλλη πάστα. Φαντάζουν αλλόκοτοι στις μέρες μας. Οι ”αλαφροΐσκιωτοι” που ονομάτιζε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Σ΄ εκείνες τις υπέροχες παιδικές μου αναμνήσεις με το παππού θυμάμαι να μου αφηγείται ιστορίες και για τον πόλεμο του ’40. Για τις δυσκολίες στα βουνά, το κρύο και το παγωμένο χειμώνα της χρονιάς εκείνης, για τις στιγμές που αφήναν τις οικογένειες και τα μικρά παιδιά τους για να πάνε στον πόλεμο, και τις Ηπειρώτισες γυναίκες και μάνες που δεν κλαίγανε για τον αποχωρισμό αλλά με χαμόγελο τους σταυρώνανε και τους εμψυχώνανε για να πάνε να πολεμήσουν και να γυρίσουν νικητές. Τι υπέροχες γυναίκες, Θεέ μου!
Πάντα στις αφηγήσεις αυτές η φωνή του παππού ήταν βαθιά, μιλούσε αργά σαν να τα ζούσε ξανά. Τα μάτια του βούρκωναν και εγώ μικρό παιδί γούρλωνα τα τα δικά μου, ρουφούσα κάθε του λέξη, κρυβόμουν στην αγκαλιά του και τον ρωτούσα γεμάτος απορία. “…Παππού και μετά, τι έγινε; “
Ο παππούς συνέχιζε λέγοντάς μου πόσο άσχημα ήταν… Το κρύο πολύ, το φαγητό λίγο, οι δυσκολίες πολλές, τα κρυοπαγήματα τους βασάνιζαν. Ο πόλεμος γι αυτούς όμως, ήταν γιορτή. Στα παιδικά αυτιά μου ηχούσαν τα λόγια του περίεργα. Αφού είχαν πόλεμο πως γιορτάζανε; Μου εξιστορούσε πως κάθε βράδυ καθόντουσαν σε μικρές ομάδες για να ζεσταίνονται στη φωτιά και τραγουδούσαν. Μιλούσαν για πράγματα όμορφα. Για τις χαρές της ζωής. Έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλον. Έκαναν όνειρα. ΄Αλλες φορές μου έλεγε και ιστορίες μεταφυσικές. Σαν ”παραμύθια” ηχούσαν στα αυτιά μου. Κάποιες φορές, στα δύσκολα, εκεί που όλα φαινόντουσαν πως όλα είχαν χαθεί και η ζωή τους κρεμόταν από μια κλωστή εμφανιζόταν από το πουθενά μια μαυροφορούσα γυναίκα τους έδειχνε μονοπάτια σωτηρίας. Άλλοτε μέσα στη νύχτα, στο σκοτάδι έβλεπαν λαμπάδες, σαν να υπήρχαν φακοί χωρίς να τις κρατά κανείς να τους οδηγούν και να τους σώζουν κυριολεκτικά από τις ενέδρες του εχθρού.
Όταν ρωτούσα παππού: ποια ήταν η γυναίκα που βοηθούσε και σας γλίτωνε; την ξέρατε; ήταν κάποια γιαγιά και φορούσε μαύρα ρούχα; ή μήπως κάποιος κατάσκοπος; Εκείνος, με τα μάτια του να ”χάνονται” στον ορίζοντα μου απαντούσε:
-“Όλοι βοηθήσανε τότε γιε μου και εμείς πολεμούσαμε και οι γυναίκες μας βοηθούσαν πολύ. Αυτή, όμως, η ”γυναίκα” όριζε τον τόπο. Δικός της ήταν!”
-”Δηλαδή ήταν κατάσκοπος με μεγάλη περιουσία; Την ξέρατε;” επέμενα εγώ
” Άσε με τώρα πολλά είπα… μη με ζαλίζεις άλλο” και έκοβε την κουβέντα. Με το μαντήλι του καθάριζε το σουγιά και τον ξαναέβαζε στη τσέπη.
Χρόνια μετά. Εγώ παλληκαράκι μόλις είχα περάσει στο Πανεπιστήμιο με τον ηλικιωμένο πια παππού και τον αδελφό μου “φρέσκο” ιερέα πήγαμε σ΄ένα από τα ξωκλήσια του χωριού να λειτουργήσουμε. Κατσάβραχα. Ο παππούς έλαμπε από χαρά. Καμάρωνε τον ιερέα εγγονό του από το ψαλτήρι και εγώ στεκόμουν δίπλα του. Στο δρόμο της επιστροφής εκεί στα δύσβατα μονοπάτια του παραπονέθηκα:
¨Έχεις καιρό να μου πεις ιστορίες παππού… Με ξέχασες!” Κοντοστάθηκε και μου είπε:
“Μεγάλωσες πια δεν θέλεις να ακούς τις ιστορίες μου. Εσείς στην πόλη έχετε τα δικά σας τι να σας πουν τα δικά μας βάσανα..” Επίμονος εγώ, συνέχισα:
-”Παππού, τότε στον πόλεμο του ’40 είχες δει και την Παναγιά στα βουνά; Άλλοι έτσι είπαν. Ήταν μαζί σας; Εσύ την είχες δει;” προκαλώντας τον μήπως μας μοιραστεί κάποιες από τις ”βιωματικές ιστορίες” του. Με κοίταξε, δεν απάντησε και συνέχισε να περπατά συλλογισμένος με το μπαστουνάκι του. Φθάνοντας σπίτι πήγε να βγάλει το εξώρασό του και μονολόγησε “ Εσείς οι νέοι δεν τα πιστεύετε αυτά γιατί εκεί στην πόλη δεν ξέρω τι σας μαθαίνουν και βάζετε στην καρδιά σας… Οι άνθρωποι τότε ήταν απλοί και οι καρδιές καθαρές και οι Άγιοι και η Παναγιά ήταν συντροφιά μας στα βουνά και στη ζωή μας. Αυτούς είχαμε παρηγοριά μικρέ…”
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες γιορτής και μνήμης ένα δάκρυ φεύγει από τα μάτια μου.Για τις παιδικές στιγμές που δεν μπορώ να ξαναζήσω. Για τις υπέροχες ιστορίες του παππού που δεν θα ξανακούσω. Γι’ εκείνους τους υπέροχους “απλούς ανθρώπους με καθαρές καρδιές” που πολέμησαν για εμένα πεινασμένοι με κρυοπαγήματα στα δύσβατα βουνά της Ηπείρου. Για την Παναγιά που είναι Μάνα για την Πατρίδα μου. Που ο τόπος μου είναι και δικός της τόπος. Που βοηθάει πάντα όσους της το ζητούν.
Ευγνωμοσύνη για το Θεό και τη Παναγιά και σεβασμός γι όλους τους ήρωες του ’40. Σας ευχαριστούμε για όλα. Μόνο αυτό.
https://www.huffingtonpost.gr/entry/pappoe-kai-meta-ti-eyine_gr_653c0a74e4b032ae1c9affa3